- ἐπιδέμνιος
- ἐπιδέμνιοςon the bedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδέμνιος — ἐπιδέμνιος, ον (Α) αυτός που ξαπλώνει στο κρεβάτι ή στα κλινοσκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέμνιον «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek